-
1 выдвигать
выдвигать, выдвинуть 1) (ящик и т. п.) τραβώ, σύρω.προβάλλω (выставлять ) 2) (предложить) προτείνω· \выдвигать в кандидаты προτείνω υποψήφιο 3) (по работе) προωθώ, προάγω* * *= выдвинуть1) (ящик и т. п.) τραβώ, σύρω προβάλλω ( выставлять)2) ( предложить) προτείνωвыдвига́ть в кандида́ты — προτείνω υποψήφιο
3) ( по работе) προωθώ, προάγω -
2 предложить
-ложу, -ложишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. προσφέρω, παρέχω, δίνω•предложить другу-свои книги δίνω στο φίλο τα βιβλία μου.
2. προτείνω•новый план προτείνω νέο σχέδιο (πλάνο)•
предложить кандидата в депутаты προτείνω υποψήφιο για βουλευτή.
3. επιφορτίζω δίνω (παραγγελίες για εκτέλεση). || βάζω, θέτω•предложить -задачу βάζω πρόβλημα (για λύση).
εκφρ.предложить руку – παλ. ζητώ το χέρι της (•ζητώ σε γάμο, κάνω πρόταση γάμου)•предложить тост – εγείρω πρόποση, προσφωνώ. -
3 кандидатура
кандидатура ж η υποψη φιότητα* выставить (снять) свою \кандидатурау υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητα μου выдвину! ь чью-л. \кандидатурау προ τείνω υποψήφιο* * *жη υποψηφιότηταвы́ставить (снять) свою́ кандидату́ру — υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητά μου
вы́двинуть чью-л. кандидату́ру — προτείνω υποψήφιο
-
4 кандидатура
-ы θ.1. υποψηφιότητα•выставить чью-л. -у προτείνω για υποψήφιο•
снять свою -у αποσύρω την υποψηφιότητα μου.
2. υποψήφιος•подходящая кандидатура καλός υποψήφιος.
См. также в других словарях:
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
παρεισάγω — ΝΜΑ εισάγω με επιτηδειότητα, με δόλιο και απατηλό τρόπο (α. «Σωκράτης ξένα παρεισάγων δαιμόνια», Πλούτ. β. «...ψευδοδιδάσκαλοι οἵτινες παρεισάξουσι αἱρέσεις ἀπωλείας», ΚΔ γ. «ἑτέρους προφήτας παρεισάγονται», Ιω. Δαμ.) αρχ. 1. προσάγω από τα… … Dictionary of Greek